- προαγών
- και προάγων, -ωνος, ο, ΝΑ, και προαγώνας Ν(στην αρχ. Αθήνα) η παρουσίαση τής υπόθεσης τών δραμάτων αλλά και τών υποκριτών από τον δραματουργό λίγες μέρες πριν από τη διδασκαλία τών τραγωδιών, η οποία γινόταν στο ωδείο («ὅτ' ἧν τῷ Ἀσκληπιῷ ἡ θυσία καὶ ὁ προαγών», Αισχίν.)αρχ.1. προκαταρκτικός αγώνας, προγύμναση2. προετοιμασία για γιορτή3. μτφ. εξάσκηση4. ως κύριο όν. Προαγών ή Προάγωντίτλος έργου τού Αριστοφάνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀγων].
Dictionary of Greek. 2013.